- οϊστοβρόχιον
- ὀϊστοβρόχιον, τὸ (Μ)καταιγισμός βελών («βούλεται λέγειν ὑποκοριστικῶς ὀϊστοβρόχιον τὴν τοιαύτην χύσιν τών ὀϊστῶν», Ευστ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀϊστός «βέλος» + βρόχιον (< βροχή)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀιστοβρόχιον — shower of arrows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)